- χελών
- -ῶνος, ὁ, Αβλ. χελλών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χελών — mullet masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελῶνα — χελών mullet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελῶνες — χελών mullet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελῶνος — χελών mullet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελλών — και χελμών και χειλών και χελών, ώνος, ὁ, Α είδος ψαριού με μακρύ ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. χελλών έχει σχηματιστεί από το θ. χελ τού χεῖλος*, με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. μυ ών). Ο τ.… … Dictionary of Greek
κηλώνειο(ν) — το (Α κηλώνειον και κηλώνιον και ιων. τ. κηλωνήϊον) το ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα πηγάδια, κν. γεράνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων + κατάλ. ειον (πρβλ. σκαμών ειον, χελών ειον)] … Dictionary of Greek
κριάρι — Βλ. λ. κριός ή κριάρι. * * * το (Μ κριάριον και κριάριν και κριάρι) το αρσενικό πρόβατο και ιδίως ο επιβήτορας που έχει δυνατά συνεστραμμένα κέρατα νεοελλ. παροιμ. «τού φτωχού τ αρνί κριάρι δεν γίνεται» ο φτωχός δεν προκόβει ή δεν μπορεί να… … Dictionary of Greek
οστρακίς — ὀστρακίς, ίδος, ἡ (Α) 1. το φολιδωτό περίβλημα τού κώνου τού πεύκου, τού κουκουναριού 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀγαλμάτιόν τι Αφροδίτης». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα ίς (πρβλ. χελων ίς)] … Dictionary of Greek
χέλυς — υος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) γένος μεγάλων υδρόβιων χελωνών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χελυΐδες αρχ. 1. η χελώνα («αἴολον ὄστρακον ἐσσί, χέλυς ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.) 2. η λύρα με ηχείο από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν» … Dictionary of Greek